- θεατρίδιον
- θεατρίδιον, τὸ (Α)υποκορ. τού θέατρον.[ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρον + υποκορ. κατάλ. -ίδιον, πρβλ. εγχειρ-ίδιον, χοιρ-ίδιον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θεατριδίῳ — θεατρίδιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)